Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

(τῶν σπονδῶν

См. также в других словарях:

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… …   Dictionary of Greek

  • έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… …   Dictionary of Greek

  • παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδηδόν — Μ επίρρ. με παραβίαση τών σπονδών, τών συνθηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσπονδος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πανσπερμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

  • σπονδαρχία — ἡ, Α [σπόνδαρχος] η έναρξη τής τελετής τών σπονδών …   Dictionary of Greek

  • σπονδαυλώ — και σπενδαυλῶ, έω, Α [σπονδαύλης] παίζω αυλό κατά την επίσημη τελετή τών σπονδών …   Dictionary of Greek

  • σπονδονόμοι — οἱ, Α εντεταλμένοι που επέβλεπαν την τήρηση τών σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»